δοξάρα
(ουσ. θηλ.)
δοξάρα
[ðoˈksara]
Φλογ.
ντεξάρα
[deˈksara ]
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
Από το ουσ. δοξάρι, όπου και τύπ. ντεξάρ’, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Τοξοειδές εργαλείο με χορδή για το λανάρισμα των μαλλιών και του μπαμπακιού
ό.π.τ.
:
Πέταναν μ’ ένα ντεξάρα
(Λανάριζαν με ένα δοξάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ