ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δοξάρα (ουσ. θηλ.) δοξάρα [ðoˈksara] Φλογ. ντεξάρα [deˈksara ] Αξ., Μισθ., Τσαρικ. Από το ουσ. δοξάρι, όπου και τύπ. ντεξάρ’, και το παραγωγ. επίθμ..
Τοξοειδές εργαλείο με χορδή για το λανάρισμα των μαλλιών και του μπαμπακιού ό.π.τ. : Πέταναν μ’ ένα ντεξάρα (Λανάριζαν με ένα δοξάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ