ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεβάμι (ουσ. ουδ.) ντεβάμ [deˈvam] Αξ. τεβάμι [teˈvami] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. devam = συνέχεια.
1. Συνέχεια, διάρκεια ό.π.τ. : || Φρ. Σ̑άνω ντεβάμ (Κάνω συνέχεια˙ επιμένω, συνεχίζω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Προσπάθεια ό.π.τ. : || Φρ. Φτένω τεβάμι (Κάνω προσπάθεια˙ Προσπαθώ) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Συνών. ογραστιέσιμο, τσαλισμά :2, τσαπαλάντημα