ντεβάμι
(ουσ. ουδ.)
ντεβάμ
[deˈvam]
Αξ.
τεβάμι
[teˈvami]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. devam = συνέχεια.
1. Συνέχεια, διάρκεια
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Σ̑άνω ντεβάμ
(Κάνω συνέχεια˙ επιμένω, συνεχίζω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Προσπάθεια
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Φτένω τεβάμι
(Κάνω προσπάθεια˙ Προσπαθώ)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Συνών.
ογραστιέσιμο, τσαλισμά :2, τσαπαλάντημα