ντεβέκαμπερ
(ουσ. ουδ.)
ντεβεκαμbέρ
[devekamˈber]
Μαλακ.
τεβέκαμπέρ
[teˈvekamˈber]
Φλογ.
ντελίγαμπερ
[deˈliɣaber]
Μισθ.
ντα̈λάγαbαρ
[dæˈlaɣabar]
Μισθ.
νταλάγαμπαρ
[daˈlaɣabar]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. devrekamber (< περσ.) = ηλιοτρόπιο (βλ. THADS, λ. devramel). Λανθασμένη η ετυμολογ. πρόταση του Κωστάκη (1977: 104) από το τουρκ. ουσ. delikaber = ηλίανθος.
Ηλιοτρόπιο
ό.π.τ.
:
Τα τεβεκαμπέρε για να φάμε το σ̑ειμό, να τσικίσωμεστε
(Τα ηλιοτρόπια για να τρώμε (ηλιόσπορους) το χειμώνα, να κριτσανίζουμε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Νταλαγαbαριού γούτσ̑α
(Ηλιανθού σπόρια˙ ηλιόσποροι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Νταλαγαμπαριού λάι
(Ηλιανθού λάδι˙ ηλιέλαιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γένης 'αν ντου ντα̈λάγαbαρ
(Έγινες σαν ηλιανθός˙ έγινες λεβέντης)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κουντεντερές