ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλέμι (ουσ. ουδ.) κ͑αλέμι [kʰaˈlemi] Κίσκ. καλέμ' [kaˈlem] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Φλογ. γαλέμι [ɣaˈlemi] Φάρασ. γαλέμ' [ɣaˈlem] Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ. γαλα̈́μι [ɣaˈlæmi] Αφσάρ., Τσουχούρ. κ͑αλέ [kʰaˈle] Φάρασ. γαλα̈́μ’ [ɣaˈlæm] Φάρασ. γελέμ' [ʝeˈlem] Τσαρικ. Πληθ. καλέμια [kaˈlemŋa] Αξ. Νεότ. ουσ. καλέμι (Mackridge 2021: 77), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kalem < ελλ. καλάμι (αντιδάν.). Ο τύπ. κ͑αλέ με αποβ. του τελικού [m] κατά την συνεκφορά με τους αδύνατους τύπους του α' προσώπου της κτητικής αντωνυμίας (π.χ. καλέμ' μ').
1. Kαλέμι, σμίλη Φάρασ.
2. Καλάμι για γράψιμο, κονδυλοφόρος ό.π.τ. : 'φοdές φτένκα κ͑αλέ μου, 'άβι έκοψέ ντα (Όταν έφτιαχνα το καλέμι μου, το μαχαίρι το έκοψε, ενν. το δάχτυλό μου) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Γουρσουνιού καλέμι (Μολύβι˙ από την τουρκ. φρ. <em>kurşun kalem</em> = καλάμι από μολύβι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έν' ανdί γαλα̈́μ' όρτούσκο (Είσαι ίσιος σαν κονδυλοφόρος˙ για άνθρωπο ψηλό με καλό παράστημα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Στυλό ή μολύβι Τσαρικ., Φάρασ.
3. Το κοτσάνι του κλήματος μετά το κλάδεμα, το υπόλοιπο της κληματόβεργας Φλογ.
4. Πληθ., οι αποξηραμένες φέτες κολοκυθιών Αξ.
5. Αγκάθι Μαλακ., Σίλατ., Φλογ. : || Ασμ. Έσ̑’ και τάι ζευλιά τ’ παλληκαριού βρασ̑ένια
Έσ̑’ και το βερκένι τ’ κιπρικιού καλέμι
(Έχει και τα ζευγλιά του παλληκαριού βραχίονεςΈχει και την βουκέντρα του σκαντζόχοιρου αγκάθι) Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ.
Συνών. αγκάθι, ντικένι