καλέβρι
(ουσ. ουδ.)
καλέβρι
[kaˈlevri]
Αραβαν., Γούρδ.
Πληθ.
καλέβρια
[kaˈlevrja]
Γούρδ.
Από το ουσ. καλέβρα και το παραγωγικό επίθμ. -ι.