ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλίγι (ουσ. ουδ.) καλίγ' [kaˈliɣ] Αραβαν., Γούρδ. καλίκι [kaˈlici] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. καλίκ' [kaˈlik] Ανακ., Μαλακ., Τζαλ. καλίg' [kaˈlig] Φλογ. καλίχ' [kaˈlix] Αραβαν., Γούρδ. κελίκι [ceˈlici] Γούρδ., Σίλ. κελίκ' [ceˈlik] Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ. Aπό το μεταγν. ουσ. καλίγιον (< λατιν. caliga). Oι τύπ. καλίγι, καλίκι μεσν. Oι τύπ. κελίκι, κελίκ' αντιδάν. μέσω του τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kelik = παλιό παπούτσι (Τietze 1955: 222).
1. Συνήθως στον πληθ., παλαιού τύπου γυναικεία υποδήματα Ανακ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ. : Ένα γιασμά, ένα ζευγάρ' καλίκια, ένα πισκίρ', ό,τι έν' (Ένα γιασμάκι, ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια, μιά ποδιά, ό,τι νά 'ναι) Σινασσ. -Τακαδόπ.
β. Πέδιλο, σανδάλι, παντόφλα Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ. : Το κελίκι μ' πάλιωσε, να το δώκω να το ράψουν (Το σανδάλι μου πάλιωσε, θα το δώσω να το ράψουν ) Γούρδ. -Καράμπ. Καλίτσ̑α μι κάλτσις (Παντόφλες με κάλτσες ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αδαρά βγάνω το καλίκι μ' και φκιάνω σε (Τώρα βγάζω την παντόφλα και σε κανονίζω ) Σινασσ. -Τακαδόπ.
γ. Yποδήματα γενικώς Μισθ. : Ντα καλίτσ̑α μ' ένι 'ορτουμένα (Τα παπούτσια μου είναι διορθωμένα ) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Mακριά έν' τα μανίκια σου, μακριά και τα πόδια σου
Χτυπούν και τα κελίκια σου και γνώσκει μας ο Χάρος
(Μακριά είναι τα μανίκια σου, μακριά και τα πόδια σου
Ηχούν και τα παπούτσια σου και θα μας πάρει είδηση ο Χάρος)
Τελμ. -Αινατζ.
δ. Γαλότσα Φλογ.
2. Πέταλο Αραβαν., Γούρδ. : Ηύρα τρία καλίγια, γκρεύω ακούμ' ένα να 'ενούν τέσσαρα για να καλιγώσω τ' άλογό μ' (Βρήκα τρία πέταλα, ψάχνω ακόμα ένα να γίνουν τέσσερα για να πεταλώσω το άλογό μου) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. νάλι, πέταλο
3. Τακούνι Φλογ.