ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλαφάτης (ουσ. αρσ.) γαλαφάτ' [ɣalaˈfat] Φάρασ. Μεσν. ουσ. καλαφάτης, το οπ. από το αραβ. ḳalafaṭ/calfaṭa(t).
Ο τεχνίτης που καλαφατίζει πλοία, δηλ. στεγανοποιεί με πίσσα τα διάκενα των αρμών του πλοίου
Τροποποιήθηκε: 20/01/2025