καλαφάτης
(ουσ. αρσ.)
γαλαφάτ'
[ɣalaˈfat]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. καλαφάτης, το οπ. από το αραβ. ḳalafaṭ/calfaṭa(t).
Ο τεχνίτης που καλαφατίζει πλοία, δηλ. στεγανοποιεί με πίσσα τα διάκενα των αρμών του πλοίου