ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλεμτήρας (ουσ. αρσ.) γαλεμτήρας [ɣalemˈtiras] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kalemtıraş = μαχαίρι για το ξύσιμο του μολυβιού, με παρετυμολ. του β' συνθ. tıraş = ξύρισμα, κούρεμα, προς το παραγωγ. επίθμ. -τήρας.
Όργανο, συνηθ. μικρό μαχαίρι, για το ξύσιμο της μύτης μολυβιού