καλεμτήρας
(ουσ. αρσ.)
γαλεμτήρας
[ɣalemˈtiras]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kalemtıraş = μαχαίρι για το ξύσιμο του μολυβιού, με παρετυμολ. του β' συνθ. tıraş = ξύρισμα, κούρεμα, προς το παραγωγ. επίθμ. -τήρας.
Όργανο, συνηθ. μικρό μαχαίρι, για το ξύσιμο της μύτης μολυβιού