χέσιμο
(ουσ. ουδ.)
σ̑έσιμα
[ˈʃesima]
Φάρασ.
Από το θ. χεσ- του ρ. χέζω, όπου και τύπ. σ̑ένω, με παραγωγ. επίθμ. -ίμο. Πβ. μεταγν. χέσμα. Για τα ρημ. παράγωγα -σιμο > -σιμα, βλ. Ανδριώτης (1948: 35).