ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χερσές (ουσ. αρσ.) χερσές [cerˈses] Σεμέντρ., Τσαρικ. χερσέ [çerˈse] Αραβ. χερσάς [çerˈsas] Μισθ. Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. herise, όπου και διαλεκτ. τύπ. herse = φαγητό από βρασμένο στάρι (Tietze 2016: λ. herise).
Κρεατόσουπα με χοντρό πλιγούρι ή κρέας με σιτάρι ό.π.τ. : Ντα φαϊάαα τι 'δαν; Χερσάς, κυλινdήρια, λάπους (Τα φαγιά τι ήταν; Πληγούρι, γιουβαρλάκια, κρέμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ