χερσές
(ουσ. αρσ.)
χερσές
[cerˈses]
Σεμέντρ., Τσαρικ.
χερσέ
[çerˈse]
Αραβ.
χερσάς
[çerˈsas]
Μισθ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. herise, όπου και διαλεκτ. τύπ. herse = φαγητό από βρασμένο στάρι (Tietze 2016: λ. herise).
Κρεατόσουπα με χοντρό πλιγούρι ή κρέας με σιτάρι
ό.π.τ.
:
Ντα φαϊάαα τι 'δαν; Χερσάς, κυλινdήρια, λάπους
(Τα φαγιά τι ήταν; Πληγούρι, γιουβαρλάκια, κρέμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ