χεσαπσούζια
(επίρρ.)
χεσαπσούζια
[çesapsuzʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. hesapsiz = αναρίθμητος, ανυπολόγιστος, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Αμέτρητα, σε τεράστια ποσότητα/μέγεθος