χιγέτ
(ουσ. ουδ.)
χιγέτ
[çiˈʝet]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. heyet = α) αντιπροσωπεία β) αποστολή γ) επιτροπή, όπου και διαλεκτ. τύπ. hiyet.
Συμβούλιο, δημογεροντία
Τροποποιήθηκε: 11/06/2025