ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιγέτ (ουσ. ουδ.) χιγέτ [çiˈʝet] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. heyet = α) αντιπροσωπεία β) αποστολή γ) επιτροπή, όπου και διαλεκτ. τύπ. hiyet.
Συμβούλιο, δημογεροντία
Τροποποιήθηκε: 11/06/2025