ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιζμέτι (ουσ. ουδ.) χ̇ιζμέτ [xɯˈzmet] Αξ., Φάρασ. χ̇ιζμέσ̑' [xɯˈzmeʃ] Αραβαν. χ̇ιζμάτ͑ι [xɯˈzmatʰi] Φάρασ. χουζμα̈́τ [xuzˈmæt] Μισθ. χουζμέτι [xuˈzmeti] Ποτάμ. χουσουμέτι [xɯsuˈmeti] Φάρασ. Νεότ. ουσ. χιζμέτι, το οπ. από το τουρκ. hizmet =υπηρεσία, όπου και διαλεκτ. τύπ. hızmet.
1. Η υπηρεσία,η προσφορά υπηρεσίας σε κάποιον ό.π.τ. : Εκεί στο κάστρο έπεσεν το χιζμέτι τ’νε (σε εκείνη την πολιτεία έτυχε η υπηρεσία τους , δηλ. να υπηρετούν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το γιόροζ ναίκα ζάισ̑κε χιζμές̑ κονdά τ’ και χίτς̑ ντέ λαλινε (η γριά γυναίκα έκανε υπηρεσία, (δηλ. υπηρετούσε) κοντά του και δεν μιλούσε καθόλου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Η καλόγρια κάνισκεν του εκκλησίας τα χουσμάτια (H καντηλανάφτισσα έκανε τις δουλειές, τα θελήματα της εκκλησίας) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326
2. Η εξυπηρέτηση Μισθ., Φάρασ. : Μποίκι μι ν’ χουζμα̈́τ (κάνε μου μιά εξυπηρέτηση) Μισθ. -Κοτσαν.