χιζμέτι
(ουσ. ουδ.)
χ̇ιζμέτ
[xɯˈzmet]
Αξ., Φάρασ.
χ̇ιζμέσ̑'
[xɯˈzmeʃ]
Αραβαν.
χ̇ιζμάτ͑ι
[xɯˈzmatʰi]
Φάρασ.
χουζμα̈́τ
[xuzˈmæt]
Μισθ.
χουζμέτι
[xuˈzmeti]
Ποτάμ.
χουσουμέτι
[xɯsuˈmeti]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. χιζμέτι, το οπ. από το τουρκ. hizmet =υπηρεσία, όπου και διαλεκτ. τύπ. hızmet.
1. Η υπηρεσία,η προσφορά υπηρεσίας σε κάποιον
ό.π.τ.
:
Εκεί στο κάστρο έπεσεν το χιζμέτι τ’νε
(σε εκείνη την πολιτεία έτυχε η υπηρεσία τους , δηλ. να υπηρετούν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το γιόροζ ναίκα ζάισ̑κε χιζμές̑ κονdά τ’ και χίτς̑ ντέ λαλινε
(η γριά γυναίκα έκανε υπηρεσία, (δηλ. υπηρετούσε) κοντά του και δεν μιλούσε καθόλου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Η καλόγρια κάνισκεν του εκκλησίας τα χουσμάτια
(H καντηλανάφτισσα έκανε τις δουλειές, τα θελήματα της εκκλησίας)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
2. Η εξυπηρέτηση
Μισθ., Φάρασ.
:
Μποίκι μι ν’ χουζμα̈́τ
(κάνε μου μιά εξυπηρέτηση)
Μισθ.
-Κοτσαν.