χιζμετζής
(ουσ. αρσ.)
χ̇ιζμεdζ̑ής
[xɯzmeˈdʒis]
Αξ.
χ̇ιζμετ-τσ̑ής
[xɯzmetˈtʃis]
Φάρασ.
χ̇ιζμα̈τ-τσ̑ής
[xɯzmætˈtʃis]
Αφσάρ.
Θηλ.
χουζματσίνα
[xuzmaˈtsina]
Σίλ.
χιζμετσίνα
[çizmeˈtsina]
Σίλ.
Από το τουρκ. hizmetçi = υπηρέτης, όπου και διαλεκτ. τύπ. hızmetçi.
Υπηρέτης
ό.π.τ.
:
Χιζμεdζ̑ήγεζ-ου-τ' αψούσ̑κα μαίν’νε, ντίν’νε χαbάρ στον αφένdη τ’νε
(οι υπηρέτες αμέσως μπαίνουν, ειδοποιούν τον αφέντη τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παγαίνει τ’ ασκανά, ’ενίσ̑κιτι χıζμετσίνα
(Πηγαίνει στο μαγειριό, γίνεται υπηρέτρια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5