ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιζμετζής (ουσ. αρσ.) χ̇ιζμεdζ̑ής [xɯzmeˈdʒis] Αξ. χ̇ιζμετ-τσ̑ής [xɯzmetˈtʃis] Φάρασ. χ̇ιζμα̈τ-τσ̑ής [xɯzmætˈtʃis] Αφσάρ. Θηλ. χουζματσίνα [xuzmaˈtsina] Σίλ. χιζμετσίνα [çizmeˈtsina] Σίλ. Από το τουρκ. hizmetçi = υπηρέτης, όπου και διαλεκτ. τύπ. hızmetçi.
Υπηρέτης ό.π.τ. : Χιζμεdζ̑ήγεζ-ου-τ' αψούσ̑κα μαίν’νε, ντίν’νε χαbάρ στον αφένdη τ’νε (οι υπηρέτες αμέσως μπαίνουν, ειδοποιούν τον αφέντη τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παγαίνει τ’ ασκανά, ’ενίσ̑κιτι χıζμετσίνα (Πηγαίνει στο μαγειριό, γίνεται υπηρέτρια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5