χιζίρης
(ουσ. αρσ.)
χιζι̂́ρης
[çiˈzıris]
Σίλ.
χιζίρ
[çiˈzir]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. Hızır = προφήτης, άγιος.
1. Άγιος άνθρωπος
Σίλ.
:
Ως παγαίν-νει, χαρσ̑ού του έρσ̑ιτι εις χιζι̂́ρης
(Όπως πηγαίνει, ένας άγιος άνθρωπος τον συναντά)
Σίλ.
-Dawk.
Πβ.
άγιος
2. Προφήτης Ηλίας
Φάρασ.