ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιζίρης (ουσ. αρσ.) χιζι̂́ρης [çiˈzıris] Σίλ. χιζίρ [çiˈzir] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. Hızır = προφήτης, άγιος.
1. Άγιος άνθρωπος Σίλ. : Ως παγαίν-νει, χαρσ̑ού του έρσ̑ιτι εις χιζι̂́ρης (Όπως πηγαίνει, ένας άγιος άνθρωπος τον συναντά) Σίλ. -Dawk. Πβ. άγιος
2. Προφήτης Ηλίας Φάρασ.