χιγιαρτσίχ
(ουσ. ουδ.)
χιγιαρτσίχ
[çiʝarˈtsix]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hıyarcık = φλεγμονή των λεμφαδένων στη βουβωνική χώρα (Tietze 2016: λ. hıyarcık).
Φλεγμονή των όρχεων