χήρα
(ουσ. θηλ.)
χήρα
[ˈçira]
Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ.
σ̑ήρα
['ʃira]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Γεν.
σ̑ηραδιού
[ʃiraˈðʝu]
Ανακ.
Πληθ.
σ̑ηράδες
[ʃiˈraðes]
Ανακ.
χηράις
[çirais]
Μισθ.
Από το αρχ. oυσ. χήρα.
Χήρα
ό.π.τ.
:
Όπου ήτονε σ̑ήρα, σα χορούς δεν πααίνισ̑κεν
(Αυτή που ήταν χήρα σε χορούς δεν πήγαινε)
Ανακ.
-Cost.
Ήρταν χηράις τσ̑ι είπαν ντου σελιντζέκ σελέ σελέ
(Ήρθαν οι χήρες και είπαν τα σελιντζέκ σελέ σελέ (λόγια κατά τη λιτανεία για να βρέξει))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'πόμειν' χήρα
(Έμεινε χήρα)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
|| Φρ.
Κόσμος κάεν καρβωνίστεν και σ̑ήρα Μαρία βλογίστεν
(Ο κόσμος κάηκε καρβουνίστηκε και η χήρα Μαρία στεφανώθηκε˙ Για αυτούς που δεν έχχουν συναίσθηση της κρισιμότητας μιας κατάστασης)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Κόρη, σ̑ήκ' απ' τα κορασ̑ές, κάτσε με τα σ̑ηράδες,
βούτα και τα τουλπένια σου σου σ̑ηραδιού τα δάκρυα (Κόρη, σήκω από τις ανύπαντρες, κάτσε με τις χήρες,
βούτα και τα μαντήλια σου στα δάκρυα της χήρας) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
βούτα και τα τουλπένια σου σου σ̑ηραδιού τα δάκρυα (Κόρη, σήκω από τις ανύπαντρες, κάτσε με τις χήρες,
βούτα και τα μαντήλια σου στα δάκρυα της χήρας) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών.
ντούλη