χινάζ
(επίθ.)
χινάζ
[çiˈnaz]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hınaza = κακόβουλος, αγενής άνθρωπος.
Μνησίκακος, εκδικητικός
Συνών.
κεν
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025