χινάζ
(επίθ.)
χινάζ
[çiˈnaz]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hınaza = κακόβουλος, αγενής άνθρωπος, όπου και τύπ. hınaza (THADS, λ. hınaz, hınaza).
Κακόβουλος