ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χερούτσικα (επίρρ.) χερούτσ̑ικα [çeˈrutʃika] Μισθ. χερούτσ̑'κα [çeˈrutʃka] Μισθ. Από το επίρρ. χερά και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικα.
1. Σιγανά, όχι έντονα : Χερούτσ̑ικα λαχαίνου ντ΄αλούγαδα μι δου γουβράτσ' (Σιγανά χτυπάω τα άλογα με το καμουτσίκι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αγάλια, μαλακούτσικα
2. Σιγά σιγά : Χερούτσ̑'κα ντου φσάχ' δίνισκάν του πεερά τ' τα χέρια (Σιγά σιγά έδιναν το βρέφος στα χέρια της πεθεράς της) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ