χερούτσικα
(επίρρ.)
χερούτσ̑ικα
[çeˈrutʃika]
Μισθ.
χερούτσ̑'κα
[çeˈrutʃka]
Μισθ.
Από το επίρρ. χερά και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικα.
1. Σιγανά, όχι έντονα
:
Χερούτσ̑ικα λαχαίνου ντ΄αλούγαδα μι δου γουβράτσ'
(Σιγανά χτυπάω τα άλογα με το καμουτσίκι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αγάλια, μαλακούτσικα
2. Σιγά σιγά
:
Χερούτσ̑'κα ντου φσάχ' δίνισκάν του πεερά τ' τα χέρια
(Σιγά σιγά έδιναν το βρέφος στα χέρια της πεθεράς της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ