ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χέρι (I) (ουσ. ουδ.) χέρι [ˈçeri] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ. χέρ' [çer] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ. χ̇έρ’ [xer] Μισθ. σ̑έριν [ˈʃerin] Σίλ. σ̑έρι [ˈʃeri] Αφσάρ., Σατ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. σ̑έρ’ [ˈʃer] Ανακ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. χέρια [ˈçerʝa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ. χέρα [ˈçera] Φλογ. σ̑έρια [ˈʃerʝa] Σίλ. σ̑έρα [ˈʃera] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ. σ̑έρε [ˈʃere] Αφσάρ., Φάρασ. σέρε [ˈsere] Φάρασ. γέρια [ˈʝerʝa] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. χέριον.
1. Χέρι, το καθένα από τα δύο άνω άκρα του ανθρώπου, που εκτείνεται από τον ώμο μεχρι και την παλάμη ό.π.τ. : Αdρού τα σ̑έρια (τα χέρια των ανδρών) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το σ̑έρ’ πιάνισ̑κεν μπόνους (το χέρι το έπιανε πόνος, πονούσε) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντο κορίτσ̑’ ουζάτσ̑ε ντο χέρι τ’ (το κορίτσι άπλωσε το χέρι του) Ουλαγ. -Κεσ. σ̑ύφτασε κοντά σο τάχτι τ’, έπ’κε ένα μέγα τεμεν-νάχ, σταύρωσε τα χέρια τ’ και φύλακνε (πλησίασε κοντά στον θρόνο, έκανε μιά μεγάλη υπόκλιση, σταύρωσε τα χέρια του και περίμενε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σα σερανdώνκε η 'οχούσα μοναχά τ’ς μο το φσόκκο, σα σ̑έρε πααίνκε σην εκκλεσία (όταν σαράντιζε η λεχώνα μονάχη της με το παιδί στα χέρια πήγαινε στην εκκλησία) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Είχεν σο χέρι τ' ένα πατερίτσα (είχε στο χέρι του μιά πατερίτσα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παίρ' το φσαχ' ασ' σο νουνάς τα χέρια (παίρνει (ενν. η μητερα) το παιδί από της νονάς τα χέρια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Λίσταν ντα γέρια τ’νι γέναν (αδύναμα τα χέρια τους έγιναν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μι ντου σολάχ ντου χέρ’ χιορώ όργου (με το αριστερό το χέρι δουλεύω) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Οπ’ σ̑έριν ντου (από το χέρι του˙ ο ίδιος) Σίλ. -Dawk. Χεριού δουλειά (του χεριού εργασία˙ χειρωνακτική εργασία) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντώζ’ ’να χέρ’ (δώσε ένα χέρι˙ βοήθα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ας πιάσουμ’ σ̑έρ’ (ας πιάσουμε χέρι˙ ας εργαστούμε) Ανακ. -Κωστ.Α. Γεια στα χέρια σ’ (υγεία στα χέρια σου˙ ευχή σε εργαζόμενο ή ταξιδιώτη) Ανακ. -Κωστ.Α. Ήρταν σα χέρια (ήρθαν στα χέρια˙ άρχισαν να καβγαδίζουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Τουρκού ντου χ̇έρ’ τσ̑είδι μακρύ, ντου σον χ̇έρ’ τσ̑είδι κονdό (του Τούρκου το χέρι είναι μακρύ, το δικό σου χέρι είναι κοντό˙ για τις αυθαιρεσίες των Τούρκων) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Συνεκδ., η βοήθεια ανθρώπου Μισθ. : Ντεν έχεις χέρια να βοητήσ’νι (δεν έχεις βοήθεια να κάνεις μιά εργασία ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ειδικότ., το τελικό τμήμα του χεριού, δηλαδή το τμήμα από τον καρπό μέχρι τα δάχτυλα ό.π.τ. : Σούκου, qοντζ̑ακλάις του, φίλεις σ̑έριν ντου (σήκω, αγκάλιασέ τον, φίλησε το χέρι του) Σίλ. -Dawk. Μη βουdάς τα σ̑έρε σου αdέ σα χαριένε (μη βουτάς τα χέρια σου σε αυτά τα καζάνια) Φάρασ. -Dawk. Σο σ̑έρι τ’ είσ̑εν φορεμένο ένα λαχτυλίδα (στο χέρι του φορούσε ένα δαχτυλίδι) Σίλατ. -Dawk. Εράκι μου το μιά του σ̑έρι (μου δάγκωσε το χέρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Όπου να δει να τα σόια του να μη φιλήσ’ τα χέρια τουνε, εκείνο άλλο κανείς δε το τρανά (όποια δει τους συγγενείς της και δε φιλήσει τα χέρια τους, αυτή πια κανείς δεν την κοιτάζει (ενν. για να την παντρευτεί) ) Ανακ. -Κωστ.Α. Αψ̑ίσ̑κα έμbη ένα ψελό ως εκεί απάνω αράπηζ μ’ ένα σαλντιρμά σα χέρια τ’ (αμέσως μπήκε ένας ψηλός ως εκεί πάνω αράπης με ένα σπαθί στα χέρια του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φίλ’σιν τζαι του Δεσπότη το σέρι (φίλησε και του Δεσπότη το χέρι) Σατ. -Παπαδ. Δέβασαν τ’ αλτουνώνα λαχτυλίδα σων κοριτσών τα σέρα σεμαδεύτα (πέρασαν τα χρυσά δακτυλίδια στων κοριτσιών τα χέρια, αρραβωνιάστηκαν) Φάρασ. -Παπαδ. Εμείς κόνωσαμ' σα χέρια τα το νερό να νιφτούν (εμείς ρίχναμε στα χέρια τους το νερό να πλυθούν) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έπισι τσίαρα απ’ τα χέρια μ’ (έπεσε το τσιγάρο από τα χέρια μου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Οντάποιο του βουτά το χέριν σο κρεχένι, 'πέσου πέσ̑', αdζείνος ένι του 'α με δώσει σα χέρε (Όποιου το χέρι με το οποίο βουτά στο πιάτο, πέσει μέσα (στο υγρό του πιάτου), εκείνος θα με παραδώσει (στων κακών) τα χέρια = Ματθ. 26.23 Ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός με παραδώσει) Φάρασ. -Lag. || Φρ. Γκιντιστά το σ̑έρ’ (με τρώει, με φαγουρίζει το χέρι˙ αναλόγως με το χέρι όπου κάποιος ένιωθε φαγούρα, θα έπαιρνε χρήματα ή θα έδινε χρήματα) Ανακ. -Κωστ.Α. σ̑ερί σ̑έρι (χέρι χέρι˙ αντάμα, μαζί) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Του Παναγιάς το σ̑ερ’ (της Παναγιάς το χέρι˙ ένα χόρτο ξερό με μικρά κλαδιά το οποίο, σύμφωνα με τη λαϊκή ιατρική, βουτούσαν στο νερό με σκοπό να καταλάβουν πόσο δύσκολος θα είναι ο τοκετός αναλόγως με το σχήμα που έπαιρναν τα ξερά φύλλα μέσα στο νερό) Ανακ. -Κωστ.Α. Φιλώ χέρια και πουγιάρια (φιλώ χέρια και ποδάρια˙ εκλιπαρώ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντίνω τα χέρια (δίνω τα χέρια˙ χειροκροτώ. Πβ. <em>el çırpmak</em> (χειροκορτώ, όπου <em>el </em>= χέρι <em>çırpmak</em> =χτυπώ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Άφηκα του σεγού το σ̑έρι (το άφησα στου Θεού το χέρι˙ εναπόθεσα τις ελπίδες μου στον Θεό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Όσουν καν ήρτι οπ’ του σ̑έρι μου (όσο ήρθε από το χέρι μου˙ όσο μπόρεσα. Πβ. τουρκ. <em>elinden gelmek</em> =μπορώ ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σο χέρι μ’ ντεν έλαχε (το χέρι μου δεν έλαχε˙ δεν μπόρεσα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Θεκ’ το σ̑έρι σην γκαρντία σου (βάλε το χέρι στη καρδιά σου˙ μίλα με ειλικρίνεια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Γίνουμ’ ντα χέρια (δίνουμε τα χέρια˙ συμφωνούμε) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Σον νταρόν γκορά ’άν'dα βρίσ’, σον νταρόν γκορά ’α φιλήσ’ το σ̑έρι του (κατά καιρόν θα τον βρίσεις, κατά τον καιρό θα φιλήσει το χέρι του˙ συμπεριφερόμαστε αναλόγως τις περιστάσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αντι-ές το στσ̑υλί, έπαρ’ το ραβντί σα σ̑έρε σου (θυμήθηκες το σκυλί, πάρε το ραβδί στα χέρια σου˙ όταν σκεφτόμαστε κάποιον ή κάτι, αυτός ή αυτό παρουσιάζεται μπροστά μας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ίσ̑α μι ντου χέρι μ’ ένα τ͑αχτά, απ’ ντου βουνί καταβάζ’ γουρούνια (ένα ξύλο ίσο με το χέρι μου, από το βουνό κατεβάζει γουρούνια˙ το χτένι και οι ψείρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Η κοιλία σην γκοιλία, το σ̑έρι του σο σ̑έρε μου (η κοιλιά στην κοιλιά, το χέρι του στο χέρι μου˙ ο χειρόμυλος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Καταχρηστικώς, τα άκρα ζώου, τα νύχια αρπακτικού Αφσάρ. : ’μείς τουζ 'άν’dα πάρουμι το κορίτσι στου τσ̑υνογαρού τα σ̑έρα; (Εμείς πώς θα πάρουμε το κορίτσι από τα χέρια του αετού;) Αφσάρ. -Dawk.
4. Λαβή, χερούλι Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φκόσ. : Τσ̑ικρικού ντου χ̇έρ' (ο χερούλι του τσικρικιού, της ανέμης που βοηθούσε στην περιστροφή της) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσουκαλιού τα σ̑έρια (οι λαβές του τσουκαλιού) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. βραχιόνι, λάβι, λάβος, στόμα
5. Στην γεν., συνθηματ., σαπούνι Μισθ. : Να πας να φέρεις χεριού (Να πας να φέρεις σαπούνι) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242