γραστί
(ουσ. ουδ.)
γρασ̑τί
[ɣraˈʃti]
Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ.
αγρασ̑τί
[aɣraˈʃti]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. γράστις = γρασίδι και το υποκορ. επίθμ. -ιον > ι. O τύπ. αγρασ̑τί με προθετ. α- λόγω συνεκφ. με το άρθρ. ένα ή τα.
2. Χωράφια κοντά στο χωριό
ό.π.τ.
:
Ασ' το χωριό όξω στα γρασ̑τιά
(Έξω από το χωριό στους αγρούς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σπέριξαμ' αντίδια σου γρασ̑τί
(Σπέρναμε αντίδια στο κοντινό χωράφι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είναι σου Άι Λακά, σ’ ένα γραστί μέσα
(Είναι στον Αγ. Λακά, μέσα σ' ένα χωράφι)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
χαρίμι