ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γριά (ουσ. θηλ.) γραία [ˈɣrea] Τσουχούρ. γρα̈ [ɣræ] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. γρε [ɣre] Τσουχούρ. γριά [ɣriˈa] Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Τελμ. γ̇ιριά [ɣiˈrʝa] Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Τελμ. qιριά [qɯˈrʝa] Μαλακ., Φλογ. Πληθ. γρα̈́δες [ˈɣræðes] Φάρασ. γρέδες [ˈɣreðes] Φκόσ. γρα̈́δι [ˈɣræði] Τσουχούρ. γριάδες [ɣriˈaðes] Ποτάμ., Τελμ. γ̇ιριές [ɣiˈrʝes] Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Τελμ. Από το μεσν. ουσ. γριά, το οπ. από το αρχ. ουσ. γραῖα.
Γριά, ηλικιωμένη γυναίκα ό.π.τ. : Πήγεν σο γρα̈ς το σπίτι (Πήγε στο σπίτι της γριάς) Φάρασ. -Dawk. Σο κεφάλι πάνου οι γρα̈́δες φορένκανε μαντήλια καφέ (Πάνω στο κεφάλι τους οι γριές φορούσαν μαντήλια καφέ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 «Μεγάλουσαμ', γέναμ' γιορόνια», λέει, «Γέναμ' γέρος τσ̑ι γριά» («Μεγαλώσαμε, γίναμε γερόντια», λέει, «Γίναμε γέρος και γριά») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Η γρα̈ είσιν πουά γίδε (Η γριά είχε πολλά γίδια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. 'γώ είμι γρε, την ευή έννα χαθώ (Εγώ είμαι γριά, αύριο θα πεθάνω) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. κάκα :3, νινέ :3