γριά
(ουσ. θηλ.)
γραία
[ˈɣrea]
Τσουχούρ.
γρα̈
[ɣræ]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
γρε
[ɣre]
Τσουχούρ.
γριά
[ɣriˈa]
Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Τελμ.
γ̇ιριά
[ɣiˈrʝa]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Τελμ.
qιριά
[qɯˈrʝa]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
γρα̈́δες
[ˈɣræðes]
Φάρασ.
γρέδες
[ˈɣreðes]
Φκόσ.
γρα̈́δι
[ˈɣræði]
Τσουχούρ.
γριάδες
[ɣriˈaðes]
Ποτάμ., Τελμ.
γ̇ιριές
[ɣiˈrʝes]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. γριά, το οπ. από το αρχ. ουσ. γραῖα.
Γριά, ηλικιωμένη γυναίκα
ό.π.τ.
:
Πήγεν σο γρα̈ς το σπίτι
(Πήγε στο σπίτι της γριάς)
Φάρασ.
-Dawk.
Σο κεφάλι πάνου οι γρα̈́δες φορένκανε μαντήλια καφέ
(Πάνω στο κεφάλι τους οι γριές φορούσαν μαντήλια καφέ)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
«Μεγάλουσαμ', γέναμ' γιορόνια», λέει, «Γέναμ' γέρος τσ̑ι γριά»
(«Μεγαλώσαμε, γίναμε γερόντια», λέει, «Γίναμε γέρος και γριά»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Η γρα̈ είσιν πουά γίδε
(Η γριά είχε πολλά γίδια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
'γώ είμι γρε, την ευή έννα χαθώ
(Εγώ είμαι γριά, αύριο θα πεθάνω)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
κάκα :3, νινέ :3