γρουγώνω
(ρ.)
γρουγώνω
[ɣruˈɣono]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. γρυλλώνω = ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου, γουρλώνω. Για την ετυμολ., βλ. ΙΛΝΕ, λ. γρυλλώνω.
Κρυφοκοιτάζω
:
Ανdί απός γρουγώνεις ’πό παρέξου
(Σαν αλεπού κρυφοκοιτάζεις απ' έξω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.