ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γυαλί (ουσ. ουδ.) γυαλί [ʝaˈli] Σινασσ. Aπό το μεσν. ουσ. γυαλί, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὕαλος.
Θραύσμα πήλινου αγγείου ή κεραμιδιού : || Φρ. Ώρα σου καλή κι οπίσω 'ς ένα γυαλί (Καλό ταξίδι και (ρίχνω μαύρη) πέτρα πίσω σου˙ αρά προς εχθρό που φεύγει ταξίδι, για να μην επιστρέψει ποτέ) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. στράκι