γυαλί
(ουσ. ουδ.)
γυαλί
[ʝaˈli]
Σινασσ.
Aπό το μεσν. ουσ. γυαλί, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὕαλος.
Θραύσμα πήλινου αγγείου ή κεραμιδιού
:
|| Φρ.
Ώρα σου καλή κι οπίσω 'ς ένα γυαλί
(Καλό ταξίδι και (ρίχνω μαύρη) πέτρα πίσω σου˙ αρά προς εχθρό που φεύγει ταξίδι, για να μην επιστρέψει ποτέ)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
στράκι