γρουσουζιά
(ουσ. θηλ.)
ογουρσουζιά
[oɣursuˈzʝa]
Σινασσ., Τσελτ.
ογρουσουζιά
[oɣrusuˈzʝa]
Ποτάμ.
Από το ουσ. γρουσούζης, όπου και τύπ. ογουρσούζ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
2. Έκλειψη ηλίου, ως δυσοίωνο γεγονός
Τσελτ.