γροθιάζω
(ρ.)
γροθιάζω
[ɣroˈθçazo]
Ανακ.
Μτχ.
γροθιασμένο
[ɣroθçaˈzmeno]
Φλογ.
Από το ουσ. γροθιά και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Πβ. το ήδη μεσν. ρ. γροθίζω.
1. Γρονθοκοπώ, χτυπώ
ό.π.τ.
:
Ήτομεστα άθωγα και Θεγός αγάπανέ μας· αδαρά γρόθιασέ μας Θεγός
(Ήμασταν αθώοι και ο Θεός μας αγαπούσε· τώρα μας τιμώρησε ο Θεός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γιαναντίζω :3, κοπανίζω, κρούω :1, λαχαίνω :1, φαγίζω
2. Κλείνω το χέρι σε γροθιά
Φλογ.
:
Τά 'δεναν γροθιασμένα μ' ένα πανί ως το πρωί· το πρωί λύνισ̑καν τα, παίρισ̑καν χρώμα τα χέρα
(Τα έδεναν (ενν. τα χέρια της νύφης) σε γροθιά με έναν πανί ως το πρωί· το πρωί τα έλυναν, είχαν πάρει χρώμα τα χέρια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812