γυαλιστός
(επίθ.)
διαλιστό
[ðʝaliˈsto]
Ανακ.
Νεότ. επίθ. γυαλιστός (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. γυαλίζω και το παραγωγ. επίθμ. -τός, με υπερδιόρθωση για > δια.