ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γυαλιστός (επίθ.) διαλιστό [ðʝaliˈsto] Ανακ. Νεότ. επίθ. γυαλιστός (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ρ. γυαλίζω και το παραγωγ. επίθμ. -τός, με υπερδιόρθωση για > δια.
Γυαλιστερός : Ένα πέτρα διαλιστό (Μια γυαλιστερή πέτρα) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. παρλάχι