ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γυμνός (επίθ.) 'υμνός [iˈmnos] Φάρασ. 'υμνό [iˈmno] Ανακ. γδυμνό [ʝðiˈmno] Αραβ. ξυμνό [ksiˈmno] Φάρασ. Αρχ. επίθ. γυμνός. O τύπ. γδυμνό ήδη μεσν., από το νεότ. γδυμνός, αναλογ. προς το γδύνω. Ο τύπ. ξυμνός αναλογ. προς το ρ. ξυμνώνω.
Γυμνός, αυτός που δεν είναι ντυμένος, που δεν φοράει κανένα ρούχο ό.π.τ. : || Παροιμ. Νηστικός στήκνεις, 'υμνός τζ̑ο πορείς να σταθείς (Νηστικός στέκεσαι, γυμνός δεν μπορείς να σταθείς˙ τα έξοδα για ενδυμασία είναι απαραίτητα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τσιπλάκος