γυμνός
(επίθ.)
'υμνός
[iˈmnos]
Φάρασ.
'υμνό
[iˈmno]
Ανακ.
γδυμνό
[ʝðiˈmno]
Αραβ.
ξυμνό
[ksiˈmno]
Φάρασ.
Αρχ. επίθ. γυμνός. O τύπ. γδυμνό ήδη μεσν., από το νεότ. γδυμνός, αναλογ. προς το γδύνω. Ο τύπ. ξυμνός αναλογ. προς το ρ. ξυμνώνω.
Γυμνός, αυτός που δεν είναι ντυμένος, που δεν φοράει κανένα ρούχο
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Νηστικός στήκνεις, 'υμνός τζ̑ο πορείς να σταθείς
(Νηστικός στέκεσαι, γυμνός δεν μπορείς να σταθείς˙ τα έξοδα για ενδυμασία είναι απαραίτητα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τσιπλάκος