γύρισμα
(ουσ. ουδ.)
γύρισμα
[ˈʝirizma]
Αξ., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ.
'ύρισμα
[ˈirizma]
Ποτάμ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. γύρισμα, το οπ. από το αορ. θ. του αρχ. ρ. γυρίζω και παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Επιστροφή
Γούρδ., Φάρασ.
2. Περιστροφή
Σίλ.
:
Οπ' του γύρισμα ζαλίστσηκι
(Από την περιστροφή ζαλίστηκε)
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κλώσιμο :3, κύλισμα
3. Αναποδογύρισμα
Αξ., Σινασσ.
:
|| Παροιμ.
Έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα
(Έχει μεταβολές η ζωή, ώστε να εκπληρωθούν τα πείσματα˙ οι τύχες μεταβάλλονται, και επέρχεται η εκδίκηση, ή η ικανοποίηση του αδικημένου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
4. Tρόπος κίνησης
Ποτάμ., Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Το σείσμα και το ’ύρισμα του Κωστανdά δε μοιάζει
((Οι τρόποι κίνησής του δεν μοιάζουν με του Κωνσταντίνου))
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327