ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γύρισμα (ουσ. ουδ.) γύρισμα [ˈʝirizma] Αξ., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ. 'ύρισμα [ˈirizma] Ποτάμ., Φάρασ. Μεσν. ουσ. γύρισμα, το οπ. από το αορ. θ. του αρχ. ρ. γυρίζω και παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Επιστροφή Γούρδ., Φάρασ.
2. Περιστροφή Σίλ. : Οπ' του γύρισμα ζαλίστσηκι (Από την περιστροφή ζαλίστηκε) -Κωστ.Σ. Συνών. κλώσιμο :3, κύλισμα
3. Αναποδογύρισμα Αξ., Σινασσ. : || Παροιμ. Έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα (Έχει μεταβολές η ζωή, ώστε να εκπληρωθούν τα πείσματα˙ οι τύχες μεταβάλλονται, και επέρχεται η εκδίκηση, ή η ικανοποίηση του αδικημένου) Σινασσ. -Αρχέλ.
4. Tρόπος κίνησης Ποτάμ., Σινασσ. : || Ασμ. Το σείσμα και το ’ύρισμα του Κωστανdά δε μοιάζει ((Οι τρόποι κίνησής του δεν μοιάζουν με του Κωνσταντίνου)) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327