ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γωνία (ουσ. θηλ.) γωνία [ɣοˈnia] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. γωνιά [ɣοˈɲa] Σινασσ., Τελμ. qώνια [ˈqoɲa] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. γωνία, για τις σημ. 1 και 4. Ο τύπ. γωνιά μεσν.
1. Γωνία Σινασσ., Φάρασ. : Εἰδεν ένα χαλασμένο χάν', ήβρεν ένα τυρπί που ήτο τειχογυρισμένο, μούλωσεν εκεί μεσα, σωρεύτην στην γωνιά (Είδε ένα χαλασμένο χάνι, βρήκε μιά τρύπα που τριγυριζόταν από τοίχο, χώθηκε εκεί μέσα, μαζεύτηκε στην γωνία) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Το κάμι το ζενεχα̈́τι έν' ο ταμπουράς· μάθε τα τσ̑αι κρέμασ' τα 'ς α γωνία (Η πιο δύσκολη τέχνη είναι ο ταμπουράς· μάθε τον και κρέμασέ τον σε μιά γωνία˙ Η γνώση μιας οποιασδήποτε τέχνης μπορεί να μας φανεί απαραίτητη στην ζωή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κιοσέ, μπουτζάχι :1, ντιρσέκι :2, παρωτίτσι
2. Αποθήκη Αφσάρ., Τσουχούρ., Φκόσ. : Η γωνία τουν ήτουνι γεμωσμένου γεμέκα να φάνι το σ̑ειμό (Η αποθήκη τους ήτανε γεμάτη τρόφιμα για να φάνε το χειμώνα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ρανdίσκανι το σπίτι, το στάβκου, τη γωνία (Ραντίζανε (ενν. με τον αγιασμό), το σπίτι, τον στάβλο, την αποθήκη) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. μπουτζάχι :1
3. Φαγητό Τελμ. : Άμε, φέρε λαγούδια και μπερντίκια, και ας τα ψ̑ήσουμ’, και ας τα φάμ'· αν είχαμ’ γκαι λίγο γωνιά, τέλειωσάμ' ντο (φέρε μικρούς λαγούς και πέρδικες και ας τα ψήσουμε καις ας τα φάμε, αν είχαμε και λίγη ποσότητα φαγητού το τελειώσαμε ) Τελμ. -Dawk. Συνών. γατίχι :2, γεγετσέκια :2, γεμέκι, ζουμί :3, μάντζα, φάγημα, φαγί :1
4. To τριγωνικό εργαλείο γωνία Φλογ.