ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γυρίζω (ρ.) γυρίζω [ʝiˈrizο] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. γυρίζου [ʝiˈrizu] Δίλ., Σίλ. 'υρίζω [iˈrizο] Ανακ., Φάρασ. Παρατατ. 'ύριζα [ˈiriza] Φάρασ. 'ύρισκα [ˈiriska] Φάρασ. Αόρ. 'ύρτσα [ˈirtsa] Αφσάρ. Παθ. 'υρίζομαι [iˈrizome] Φάρασ. 'υρίζουμαι [iˈrizume] Φάρασ. 'ρίζομαι [ˈrizome] Σίλ. Αόρ. γυρίστα [ʝiˈriʃta] Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. 'υρίστα [iˈrista] Τσουχούρ. 'υρίσκα [iˈriska] Τελμ., Φάρασ. Μτχ. 'υρισμένος [iriˈzmenos] Φάρασ. Μεταγν. ρ. γυρίζω.
1. Περιστρέφω, στρέφω, στρίβω Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Μη τα γυρίεις πολύ (Μην τα στρίβεις πολύ) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'ύρτσινι το γαφά του σις χωρώτοι (Γύρισε το κεφάλι του στους χωριάτες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. 'ρίζεται τ' κιφάλι μ' πολύ (Γυρίζει το κεφάλι μου πολύ˙ έχω ζαλάδα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μι του να κονώεις λερό το μύλος ντε γυρίσ̑' (Με το να ρίξεις νερό στον μύλο, δεν περιστρέφεται˙ χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να γίνει κάτι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γιβιρντίζω :1, μπιουκτώ :1
β. Αναποδογυρίζω Αξ., Αραβαν., Σινασσ., Τελμ. : || Ασμ. Μάνα μου, εψές 'ς τ' όραμά μου, εψές 'ς τη ρωμανιά μου,
μάνα 'ψές στο σπίτι μας χρυσό δένδρο γυρίστη
(Mάνα, χθες στο όνειρό μου, χθες στην φαντασία μου,
μάνα χθες στο σπίτι μας αναποδογυρίστηκε ένα χρυσό δέντρο)
Σινασσ. -Lag.
γ. Λυγίζω Σίλ. : 'υρίζου τα, ρε τσακώνιτι (Το λυγίζω, δεν τσακίζεται ) -Κωστ.Σ.
2. Επιστρέφω κάτι που έχω πάρει Αραβαν.
3. Ενεργ. και μεσοπαθ., επιστρέφω Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Να γυριστούμ' να αραΐσουμ' ατούρα δα αβαλντανά δα κόπανα (Να επιστρέψουμε να αναζητήσουμε αυτά τα παλιά τα κοπανιστήρια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Όπουϊ γκαι να πάει, να γυριστεί, να έρθ' (Όπου και να πάει, θα επιστρέψει, θα έρθει) Που 'υρίζου (Ενώ γυρίζω, κατά την επιστροφή μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'α υπάς τσ̑αι 'α 'υριστείς ξωπίσου (Θα πας και θα γυρίσεις πίσω) Φάρασ. -Παπαδ. Κάνανε την προίκα τους τζαι 'στέρου 'υρισκούσαν σο χωρίο μας τζαι παρεδούσανdε (Έκαναν την προίκα τους και ύστερα γύριζαν στο χωριό μας και παντρεύονταν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φλοϊτενός άλλο δε γυρίστεν, πήρε τ' ορνίθια, έφ'χεν (Ο Φλογητενός δεν ξαναγύρισε, πήρε τις κότες κι έφυγε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Αφσ̑αρώτ' 'υρίστην πίσου χολιεσμένου (Ο Αφσαριώτης γύρισε πίσω θυμωμένος) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. έρχομαι, κλώθω
4. Οργώνω για δεύτερη φορά, διβολίζω Μισθ. : Γύρ'σα ντου κόμμα (Διβόλισα το χωράφι) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Συνών. διβολίζω
5. Αμτβ., περιφέρομαι Αξ., Φάρασ. : Ο παπάς 'ύριζε σ̑α σπίτια να αέσει και του δίνκανε λεφτά και ραχί (Ο παπάς γύριζε στα σπίτια να αγιάσει και του δίνανε λεφτά και ρακί) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Φρ. Τ' ολημεριώς γυρίζ̑', το βραγύ κοσ̑κινίζ̑' (Όποιος την μέρα γυρίζει εδώ κι εκεί, το βράδυ κασκινίζει˙ για τις γυναίκες που συνεχώς γυρίζουν) Αξ. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κλωθαρίζω :2, κλώθω
6. Αμτβ., μεταβάλλομαι, μεταστρέφομαι Ανακ., Αφσάρ., Δίλ., Μισθ., Τελμ., Φάρασ. : Καιρός 'ύρ'σεν, 'ύρ'σαν κι αθρώπ' (Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και οι άνθρωποι) Ανακ. -Κωστ.Α. Της Ε Άννας 'υρίζετ' όηλος (Της Αγίας Άννας γυρίζει ο ήλιος, δηλ. μετά τις 9 Δεκεμβρίου έρχεται το χειμερινό ηλιοστάσιο) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Νύφης το χρώμα γυρίζ’, νίσ̑κεται πεθαμένος (Το χρώμα της νύφης αλλάζει, γίνεται σαν πεθαμένη) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Σαμ' ήρταν ντα κόψουνε, 'σ' το φόβο 'υρίσκαν Τούρτσ̑οι (Όταν ήρθαν να τους σφάξουν, από το φόβο τους αλλαξοπίστησαν κι έγιναν Τούρκοι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γυρίστην ντου βαχούτ' (Γύρισε, άλλαξε ο καιρός) Μισθ. -Μακρ. Τσ̑ίχαλο να γυριστώ; Εμείς τα δικά μας ζαμπίτσοι άμα ακούσουν χριστιανού όνομα σκοτώνουν, φάγνουν (Πώς να αλλαξοπιστήσω; Εμείς οι δικοί μας αστυνομικοί αν ακούσουν χριστιανού όνομα σκοτώνουν, σφάζουν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κλώθω
β. H μτχ., εκτουρκισμένος, εξισλαμισθείς Φάρασ.