ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεκερλέκι (ουσ. ουδ.) τεκερλέκι [tecerˈleci] Φάρασ. τενκ͑ελ-λέκι [teŋkʰeˈle:ci] Φάρασ. τα̈κ͑α̈ρλα̈́κι [tækʰærˈlæci] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. tekerlek = α) τροχός β) στρογγυλός δίσκος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tekellek.
1. Ως ουσ., τροχός, ρόδα ό.π.τ. Συνών. τρόχι :1, τσάρκι :2
2. Ως επίθ., στρογγυλός ή κυλινδρικός Φάρασ.