τεκερλέκι
(ουσ. ουδ.)
τεκερλέκι
[tecerˈleci]
Φάρασ.
τενκ͑ελ-λέκι
[teŋkʰeˈle:ci]
Φάρασ.
τα̈κ͑α̈ρλα̈́κι
[tækʰærˈlæci]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. tekerlek = α) τροχός β) στρογγυλός δίσκος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tekellek.
2. Ως επίθ., στρογγυλός ή κυλινδρικός
Φάρασ.