ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεζελεντίζω (ρ.) τεζελεdίζω [tezeleˈdizo] Μαλακ. Αόρ. τεζελέντ'σα [tezeˈlentsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. tazelemek (αόρ. tazeledi) = ανανεώνομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tezelemek.
Ανανεώνομαι Μαλακ.