τεζελεντίζω
(ρ.)
τεζελεdίζω
[tezeleˈdizo]
Μαλακ.
Αόρ.
τεζελέντ'σα
[tezeˈlentsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. tazelemek (αόρ. tazeledi) = ανανεώνομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tezelemek.
Ανανεώνομαι
Μαλακ.