τέδαρες
(μόρ.)
τέδαρες
[ˈteðares]
Σινασσ.
ντέδαρι
[ˈdeðari]
Μαλακ.
Ίσως από το μόρ. τε=ακριβώς με το επίρρ. εδαρέ =τώρα.
Παρακελευστικό μόρ., σπεύσε, γρήγορα
ό.π.τ.