τεβετσούκι
(ουσ. ουδ.)
τ͑εβετσ̑ούκι
[tʰeveˈtʃuci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tepecik = είδος λεπτού μάλλινου ραβδωτού υφάσματος (βλ. THAD, λ. tepecik II). Πβ. ΙΛΝΕ, λ. διπέτσι.
Μάλλινο ύφασμα