τεβέκ
(ουσ. ουδ.)
τεβέκ
[teˈvek]
Μαλακ.
Πληθ.
τεβέκια
[teˈveca]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tevek = βλαστός αμπελιού, πεπονιού, καρπουζιού (THADS 10, λ. tevek, Tietze 2019: λ. tefek/tevek/tiyek/tüyek)
Είδος πεπονοειδούς φυτού
Μαλακ.