τουρούμι (I)
(ουσ. ουδ.)
τουρούμι
[tuˈrumi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. dürüm = α) τύλιγμα β) διαλεκτ., ντονέρ κεμπάπ τυλιγμένο σε παραδοσιακή πίτα, όπου και διαλεκτ. τύπ. durum (THADS, 4, λ. durum I, Tietze 2016, λ. dürüm).
Προσφάγια τυλιγμένα σε ψημένο φύλλο πίτας σαν είδος σάντουιτς
Φάρασ.