ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξυλιάζω (ρ.) ξυλιάζω [ksiˈʎazo] Σινασσ. ξ̑υλιάζω [kʃiˈʎazo] Αξ., Μαλακ. Από το νεότ. ρ. ξυλιάζω (Λεξ. Σομ., λ. diventar legno), το οπ. από το ουσ. ξυλιά και παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Γίνομαι σκληρός και άκαμπτος από το κρύο ή λόγω θανάτου ό.π.τ.
2. Παθαίνω τέτανο Σινασσ.