ξυλιάζω
(ρ.)
ξυλιάζω
[ksiˈʎazo]
Σινασσ.
ξ̑υλιάζω
[kʃiˈʎazo]
Αξ., Μαλακ.
Από το νεότ. ρ. ξυλιάζω (Λεξ. Σομ., λ. diventar legno), το οπ. από το ουσ. ξυλιά και παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Γίνομαι σκληρός και άκαμπτος από το κρύο ή λόγω θανάτου
ό.π.τ.
2. Παθαίνω τέτανο
Σινασσ.