ξουράφισμα
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
ξουραφίσματα
[ksuraʹfizmata]
Σίλατ.
Aπό το ρ. ξουραφίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025