ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξομολογώ (ρ.) ξομολοΐζω [ksomoloˈizo] Αξ. ξομολοΐζου [ksomoloˈizu] Σίλ. ξιμολοΐζου [ksimoloˈizu] Σίλ. ξομολογούμαι [ksomoloˈɣume] Αραβαν. ξομολογούμι [ksomoloˈɣumi] Μαλακ. ξεμολογιέμαι [ksemoloˈʝeme] Σινασσ. ξεμολο'ίζουμαι [ksemoloʹizume] Φλογ. Αόρ. ξομολογήθα [ksomoloˈʝiθa] Μαλακ. ξομολοήστα [ksomoloʹista] Τελμ. Από το μεταγν. ρ. ἐξομολογέω-ῶ. Ο τύπ. ξομολοΐζω από μεσν. τύπ. ξομολογῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω και αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ɣ].
Εξομολογώ, και μεσοπαθ. εξομολογούμαι ό.π.τ. : Ξιμολοΐζει παπάς (Eξομολογεί ο παπάς) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Χότζ̑ας κάλτσ̑ιν 'ς χωριού πλατέα ντα νταλίγανα να ξομολογητούν (Ο χάτζας κάλεσε στην πλατεία ένός χωριού τους νέους να εξομολογηθούν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Θέλ' ένα παπάς να ξεμολο'ιστεί, να είπ' τα κρίματά τ' (Ζητάει έναν παπά να εξομολογηθεί, να πει τις αμαρτίες της) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ξαγορεύω, πνευματίζομαι