ξομολογώ
(ρ.)
ξομολοΐζω
[ksomoloˈizo]
Αξ.
ξομολοΐζου
[ksomoloˈizu]
Σίλ.
ξιμολοΐζου
[ksimoloˈizu]
Σίλ.
ξομολογούμαι
[ksomoloˈɣume]
Αραβαν.
ξομολογούμι
[ksomoloˈɣumi]
Μαλακ.
ξεμολογιέμαι
[ksemoloˈʝeme]
Σινασσ.
ξεμολο'ίζουμαι
[ksemoloʹizume]
Φλογ.
Αόρ.
ξομολογήθα
[ksomoloˈʝiθa]
Μαλακ.
ξομολοήστα
[ksomoloʹista]
Τελμ.
Από το μεταγν. ρ. ἐξομολογέω-ῶ. Ο τύπ. ξομολοΐζω από μεσν. τύπ. ξομολογῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω και αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ɣ].
Εξομολογώ, και μεσοπαθ. εξομολογούμαι
ό.π.τ.
:
Ξιμολοΐζει παπάς
(Eξομολογεί ο παπάς)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Χότζ̑ας κάλτσ̑ιν 'ς χωριού πλατέα ντα νταλίγανα να ξομολογητούν
(Ο χάτζας κάλεσε στην πλατεία ένός χωριού τους νέους να εξομολογηθούν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Θέλ' ένα παπάς να ξεμολο'ιστεί, να είπ' τα κρίματά τ'
(Ζητάει έναν παπά να εξομολογηθεί, να πει τις αμαρτίες της)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
ξαγορεύω, πνευματίζομαι