ξόπιστα
(επίρρ.)
ξόπιστα
[ʹksopista]
Τελμ.
Από το μεσν. επίρρ. ἐξόπισθεν.
Πβ.
κατόπισα
Μόνο σε άσμ., προς τα πίσω
:
|| Ασμ.
Aμή, σε ειπώ, ω κόρασο, οχτώ διαβγάται διάβαν
Και σαν να είχαν αλλ' ένα γιούνα τα ξόπιστα ρανείναν ((Aλλά να σου πω, κοπελιά, οχτώ διαβάτες
Και σαν να είχαν κι άλλον έναν κοίταζαν προς τα πίσω)) Τελμ. -Lag.
Και σαν να είχαν αλλ' ένα γιούνα τα ξόπιστα ρανείναν ((Aλλά να σου πω, κοπελιά, οχτώ διαβάτες
Και σαν να είχαν κι άλλον έναν κοίταζαν προς τα πίσω)) Τελμ. -Lag.
Τροποποιήθηκε: 15/07/2025