ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξούρισμα (ουσ.) ξούρισμα [ˈksurizma] Γούρδ., Φλογ. ξούρημα [ˈksurima] Μισθ. ξούρ'μα [ˈksurma] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ξύρισμα. Ο τύπ. ξούρισμα νεότ. (Λεξ. Πόρτ.).
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξυρίζω ό.π.τ. : Σ̑ήμερα τσείμι χωρίς ξούρημα (Σήμερα είμαι αξύριστος) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ορίστε στα ξουρίσματα (Περάστε στο ξύρισμα του γαμπρού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812