ξούρισμα
(ουσ.)
ξούρισμα
[ˈksurizma]
Γούρδ., Φλογ.
ξούρημα
[ˈksurima]
Μισθ.
ξούρ'μα
[ˈksurma]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ξύρισμα. Ο τύπ. ξούρισμα νεότ. (Λεξ. Πόρτ.).
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξυρίζω
ό.π.τ.
:
Σ̑ήμερα τσείμι χωρίς ξούρημα
(Σήμερα είμαι αξύριστος)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Ορίστε στα ξουρίσματα
(Περάστε στο ξύρισμα του γαμπρού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812