ξούρισμα
(ουσ.)
ξούρισμα
[ˈksurizma]
Γούρδ., Φλογ.
ξούρημα
[ˈksurima]
Μισθ.
ξούρ'μα
[ˈksurma]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ξύρισμα. Ο τύπ. ξούρισμα νεότ. (Λεξ. Πόρτ.).
1. Ξύρισμα
ό.π.τ.
:
Σ̑ήμερα τσείμι χωρίς ξούρημα
(Σήμερα είμαι αξύριστος)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Ξούρημα ξουρίστα μαναχό μ'
(Ξυρίστηκα μόνος μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
β.
Ειδικότ., το έθιμο ξυρίσματος του γαμπρού πριν το γάμο
Φλογ.
:
Ορίστε στα ξουρίσματα
(Περάστε στο ξύρισμα του γαμπρού
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Εξόφληση
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025