ξυλιώνας
(επίθ.)
ξ̑υλιώνας
[kʃiˈʎonas]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
ξυώνα
[ksiˈona]
Σατ., Φάρασ.
Από το ουσ. ξύλο και παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ως επίθ., ξύλινος
ό.π.τ.
:
Ντα τρόχια ξ̑υλιώνας 'ταν τσι δου μαζού ξυλιώνας 'τουν
(Οι ρόδες ήταν ξύλινες και ο άξονας ήταν ξύλινος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Είχαν ξ̑υλιώνας αλέτιρια
(Είχαν ξύλινα αλέτρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ξυώνα γουρνία
(Ξύλινες γούρνες)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
Έχ̑ισ̑καμ’ κόπανα, σ’ ένα λατσ̑ί απέσ’, ξ̑υλιώνας κόπανα
(Είχαμε κόπανους, σε μιά γούρνα μέσα, ξύλινους κόπανους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έιξ̑αμ’ μοναχά ξ̑υλιώνας βαρέλια
(Έιξαμ’ μοναχά ξυλιώνας βαρέλια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντουρβάνd'ζ̑αμ’ ντο, ξ̑υλιώνας ντουρβάν’, βγάλλισ̑καμ’ το βούτ’ρο και το είχαμ’ στην άκρη και τρώγαμ’
(Το χτυπούσαμε, σε ξύλινο δουρβάνι, βγάζαμε το βούτυρο και το αποθηκεύαμε και τρώγαμε)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Τ' αλτι̂νιώνας τ͑ύρα 'ς ξ̑υλιώνας τ͑ύρα πέφτ' στο χαdζ̑άτ'
(Η χρυσή πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης πόρτας˙ Ο ανώτερος έχει πάντα ανάγκη από τον κατώτερο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το σιδερώνα θύρι ’ίνεται σο ξυώνα μουχτάτσ̑ι
(Η σιδερένια πόρτα έρχεται στην ανάγκη της ξύλινης˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ταχταδιώνας
2. Ως ουσ., χώρος αποθήκευσης καύσιμων ξύλων για το ταντούρι
Σινασσ.