ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξυλιώνας (επίθ.) ξ̑υλιώνας [kʃiˈʎonas] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ. ξυώνα [ksiˈona] Σατ., Φάρασ. Από το ουσ. ξύλο και παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ως επίθ., ξύλινος ό.π.τ. : Ντα τρόχια ξ̑υλιώνας 'ταν τσι δου μαζού ξυλιώνας 'τουν (Οι ρόδες ήταν ξύλινες και ο άξονας ήταν ξύλινος) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Είχαν ξ̑υλιώνας αλέτιρια (Είχαν ξύλινα αλέτρια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ξυώνα γουρνία (Ξύλινες γούρνες) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Έχ̑ισ̑καμ’ κόπανα, σ’ ένα λατσ̑ί απέσ’, ξ̑υλιώνας κόπανα (Είχαμε κόπανους, σε μιά γούρνα μέσα, ξύλινους κόπανους) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έιξ̑αμ’ μοναχά ξ̑υλιώνας βαρέλια (Έιξαμ’ μοναχά ξυλιώνας βαρέλια) Μισθ. -Κοτσαν. Ντουρβάνd'ζ̑αμ’ ντο, ξ̑υλιώνας ντουρβάν’, βγάλλισ̑καμ’ το βούτ’ρο και το είχαμ’ στην άκρη και τρώγαμ’ (Το χτυπούσαμε, σε ξύλινο δουρβάνι, βγάζαμε το βούτυρο και το αποθηκεύαμε και τρώγαμε) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Παροιμ. Τ' αλτι̂νιώνας τ͑ύρα 'ς ξ̑υλιώνας τ͑ύρα πέφτ' στο χαdζ̑άτ' (Η χρυσή πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης πόρτας˙ Ο ανώτερος έχει πάντα ανάγκη από τον κατώτερο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το σιδερώνα θύρι ’ίνεται σο ξυώνα μουχτάτσ̑ι (Η σιδερένια πόρτα έρχεται στην ανάγκη της ξύλινης˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ταχταδιώνας
2. Ως ουσ., χώρος αποθήκευσης καύσιμων ξύλων για το ταντούρι Σινασσ.