ξυλοπότι
(ουσ. ουδ.)
ξυλοπότ'
[ksiloˈpot]
Φλογ.
Aπό τα ουσ. ξύλο και μπότι, όπου και τύπ. πότ'.
Ξύλινη στάμνα από σκαλισμένο κορμό δέντρου