ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαπούτι (ουσ. ουδ.) λαπούτι [laˈputi] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lapıt = α) κόπανος για το πλύσιμο β) λιχνιστήρι (THADS, λ. lapıt).
1. Σπάτουλα
2. Ειδική ξέστρα στερεωμένη στην βουκέντρα, για την αφαίρεση λάσπης από το αλέτρι Συνών. ξύστρο, τσικλί