ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζεννέτ (ουσ. ουδ.) τζ̑εν-νέτι [dʒeˈnneti] Φάρασ. τζ̑εν-νέτ [dʒeˈnnet] Ουλαγ., Τροχ. τζ̑εννέτσι [dʒeˈnetsi] Σίλ. τζ̑εν-νέσ̑' [ʤeˈneʃ] Αραβαν. Αρσ. τζ̑ενάτης [ʤeˈnatis] Φάρασ. τζ̑εν-να̈́της [ʤeˈnnætis] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. τζενέτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. cennet (< αραβ. canna(t)) = παράδεισος.
Παράδεισος ό.π.τ. : Το παγάνι ένι ανdί τζ̑εν-νέτι, τζ̑' είνdαι φυτεμένα χερ' το ξύο τζ̑αι χερ τα μεϊβάδα̈ (Η ρεματιά είναι σαν παράδεισος, και είναι φυτεμένα όλα τα δέντρα και όλα τα οπωροφόρα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Τα καλά ψυχές παίρ’ τα ο Πάτερ Αβραάμ, και κείνο χέκ' τα σο τζενέτ (Τις καλές ψυχές τις παίρνει ο Πάτερας Αβραάμ και εκείνος τις βάζει στον παράδεισο) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. || Φρ. Το ραβντί έβgη 'ς τον τζ̑εν-να̈́τη (Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο˙ Για την παιδαγωγικό αξία της τιμωρίας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αντίθ κόλαση, τζεχεντέμι