τζεννέτ
(ουσ. ουδ.)
τζ̑εν-νέτι
[dʒeˈnneti]
Φάρασ.
τζ̑εν-νέτ
[dʒeˈnnet]
Ουλαγ., Τροχ.
τζ̑εννέτσι
[dʒeˈnetsi]
Σίλ.
τζ̑εν-νέσ̑'
[ʤeˈneʃ]
Αραβαν.
Αρσ.
τζ̑ενάτης
[ʤeˈnatis]
Φάρασ.
τζ̑εν-να̈́της
[ʤeˈnnætis]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. τζενέτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. cennet (< αραβ. canna(t)) = παράδεισος.
Παράδεισος
ό.π.τ.
:
Το παγάνι ένι ανdί τζ̑εν-νέτι, τζ̑' είνdαι φυτεμένα χερ' το ξύο τζ̑αι χερ τα μεϊβάδα̈
(Η ρεματιά είναι σαν παράδεισος, και είναι φυτεμένα όλα τα δέντρα και όλα τα οπωροφόρα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τα καλά ψυχές παίρ’ τα ο Πάτερ Αβραάμ, και κείνο χέκ' τα σο τζενέτ
(Τις καλές ψυχές τις παίρνει ο Πάτερας Αβραάμ και εκείνος τις βάζει στον παράδεισο)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
|| Φρ.
Το ραβντί έβgη 'ς τον τζ̑εν-να̈́τη
(Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο˙ Για την παιδαγωγικό αξία της τιμωρίας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αντίθ
κόλαση, τζεχεντέμι