ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζας (σύνδ.) τζ̑ας [ʤas] Αφσάρ., Σατ., Φάρασ. Κατά τον Ανδριώτη (1948: 67), από τη φρ. εκεί ως. Για την σύνταξή του βλ. Αναστασιάδης (1976: 244).
1. Καθώς ό.π.τ. : Τζ̑ας ξημέρευκ͑εν, ήρτ͑ες (Ξημερώνοντας, ήρθες) Αφσάρ. -Αναστασ. Ο παπούκα μου ήρτε σο χωρίο τζας ’υρίστην ο κόσμος στα μνημόρε. (Ο παππούς μου ήρθε στο χωριό την ώρα που γύριζε ο κόσμος από το νεκροταφείο) Φάρασ. -Παπαδ.
β. Όταν ό.π.τ. : Τζ̑ας ήρτιν ο τατά μου, ‘φήκαν τον αδελφό μου, έλντιψαν τον ντατά μου (Όταν ήρθε ο πατέρας μου, άφησαν τον αδελφό μου, έδεσαν τον πατέρα μου ) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Τζ̑ας ήρτες συ κονdά μου, το νερό στην αγγουρένα 'γώ είχα τα κοπμένο (Όταν ήρθες σε μένα, το νερό στο μποστάνι εγώ το είχα κόψει ) Φάρασ. -Αναστασ.
2. Όπως ό.π.τ. : Τζ̑αζ είπες (Όπως είπες) Φάρασ. -Ανδρ. Απιδού στέρου να ‘υριστούμε τζας είμεστε ση φωλέ μας (Από δω και πέρα να γυρίσουμε όπως ήμασταν στις φωλιές μας) Φάρασ. -Παπαδ. Τζας ήτουν γραφτό να ινεί, αβουσί αγινεί (Όπως ήταν γραφτό να γίνει, έτσι ας γίνει) Φάρασ. -Lag.