ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζαρτζούτ (ουσ. ουδ.) τζαρτζούτ [dzarˈdzut] Μισθ. Αγν. ετύμ., πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. carcur = τραμπάλα (Gülseren 2000: 391).
Παιδικό παιχνίδι, κατασκευή από ένα κάθετο παλούκι, που καρφωμένο επάνω του περιστρέφεται μεγάλο οριζόντιο πεπλατυσμένο καδρόνι με τρύπες, πάνω στο οποίο κάθονται μικρά παιδιά, περίπου σαν τον «μύλο» : Να μποίκουμ' τζαρτζούτ, να ντου κλουφαρίσουμ' (Να κατασκευάσουμε μύλο, να τον περιστρέψουμε) Μισθ. -Κωστ.Μ.