ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τερμπιεσούζης (επίθ.) τερμπϊεσΰζ [terbiʝeˈsyz] Αραβαν. τερπιγεσούζ [terpiʝeˈsuz] Μαλακ. τ͑ερπιασούζης [tʰerpiaˈsuzis] Φάρασ. τ͑ερπιασούζι [tʰerpiaˈsuzi] Φάρασ. τ͑α̈ρπια̈σούζης [tʰærpiæˈsuzis] Αφσάρ. τ͑α̈ρπια̈σούζι [tʰærpiæˈsuzi] Αφσάρ. Θηλ. τ͑ερπιασούζα [tʰerpiaˈsuza] Φάρασ. τ͑α̈ρπια̈σούζα [thærpiæˈsuza] Αφσάρ. Από το τουρκ. επίθ. terbiyesiz = ανάγωγος. Πβ. και νεότ. τελπίζης = ανάγωγος (βλ. Λεξ. Κριαρ., λ. τελπίζης).
Ανάγωγος ό.π.τ. : Ντεν ντρέπεσαι, τερμπιεσΰζ, ακούμ' πούρμη να φάγ' αφένdζ̑η μ', να φας εσ̑ύ; (Δεν ντρέπεσαι, ανάγωγε, πριν ακόμα να φάει ο αφέντης μου, θα φας εσύ;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.