τερκί
(ουσ. ουδ.)
τερκί
[terˈci]
Σίλ.
τέρκι
[ˈterci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. terki = α) λουρί της σέλας β) διαλεκτ., δισάκκι υποζυγίου.
Δισάκκι υποζυγίου
ό.π.τ.
:
Τα παρά ούλα γεμώννει τα τερκίν ντου απέσου
(Τα λεφτά όλα τα γεμίζει στο δισάκκι του)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
δισάκκι, δισακκίτσι, χαραμπάς