ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τερκί (ουσ. ουδ.) τερκί [terˈci] Σίλ. τέρκι [ˈterci] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. terki = α) λουρί της σέλας β) διαλεκτ., δισάκκι υποζυγίου.
Δισάκκι υποζυγίου ό.π.τ. : Τα παρά ούλα γεμώννει τα τερκίν ντου απέσου (Τα λεφτά όλα τα γεμίζει στο δισάκκι του) Σίλ. -Dawk. Συνών. δισάκκι, δισακκίτσι, χαραμπάς